περιστροφίς

περιστροφίς
-ίδος, ἡ, Α
1. ξύλινο εξάρτημα με το οποίο απέβαλλαν το σιτάρι που ξεπερνούσε το μέτρο, η ρήγλα
2. λαβή με την οποία ο λαναράς περιέστρεφε τη συσκευή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστρέφω (πρβλ. περιστροφ-ή) + κατάλ. -ίς, πρβλ. επι-στροφίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιστροφίς — wooden implement that is turned round fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφίδα — περιστροφίς wooden implement that is turned round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”